Unkonventionalität, Erfindungsgabe, plötzliche Wendungen und Humor sind die Waffen zur Eroberung einer neuen Welt verborgener Schönheit…
Βιρτζίνια Γουλφ, Προυστ, Σάλιντζερ, Τζόυς, Μπέκετ, Έμιλυ Ντίκινσον, Κάφκα και Καβάφης: Έφηβοι στο Σούνιο
Η συνέντευξή μου στον Άρη Δημοκίδη που δημοσιεύτηκε στο LIFO σήμερα:
Το βιβλίο μου Η παρέα του Σουνίου ανήκει στην τρίτη σειρά ψηφιακών βιβλίων που έχω γράψει με κατευθυντήριους άξονες την αντισυμβατικότητα, τη δημιουργικότητα, την ανατροπή και το χιούμορ.
Στην πρώτη σειρά που απευθύνεται σε παιδιά από 7 έως 12 ετών προσπάθησα να υποδείξω στα παιδιά, αλλά και στους γονείς τους που έχουν διάθεση να ασχοληθούν, τρόπους ανάδειξης της δημιουργικότητάς τους μέσα από την αυτοαναφορικότητα, τη διήγηση, την ενασχόληση με την κρυμμένη ομορφιά των πραγμάτων, πρωτότυπες δραστηριότητες και το θέατρο.
Καθώς θεωρώ ότι η παρούσα οικονομική κρίση οφείλεται (και) στην έλλειψη καλλιέργειας και παιδείας, στη δεύτερη σειρά βιβλίων μου για εφήβους προσπάθησα να περιγράψω τρόπους πρακτικής εφαρμογής αυτής της δημιουργικότητας που πηγάζει και πρέπει να αντληθεί πριν από την εφηβεία.
Αυτά τα παιδιά που αντιλαμβάνονται τη δημιουργικότητά τους και βρίσκουν τρόπους να τη χρησιμοποιήσουν για να ομορφύνουν τον κόσμο τους (πρώτη και δεύτερη σειρά των βιβλίων μου) δεν μπορούσα να τα αφήσω έτσι στο τέλος της εφηβείας τους…
Στο πρώτο βιβλίο της τρίτης σειράς που είναι το Η παρέα του Σουνίου, τους προτείνω οκτώ σπουδαίους συγγραφείς που τους παρουσιάζω στην ίδια ηλικία με αυτούς και που τους μοιάζουν σε πολλά πράγματα. Είναι κι αυτοί αντισυμβατικοί χαρακτήρες, αντιδρούν στη θρησκευτική καταπίεση, ψάχνουν τρόπους να εκφράσουν τη διαφορετικότητά τους, πλημμυρίζουν από ενέργεια, κάνουν σχέδια πώς να κατακτήσουν τον κόσμο, είναι υπερευαίσθητοι αλλά και έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα να παραμείνουν έτσι σε όλη τους τη ζωή και ερωτεύονται, τέσσερις από αυτούς συνομηλίκους του ίδιου φύλου.
Ανάμεσα σε τόσα «ψέματα», Η παρέα του Σουνίου περιέχει και μια αλήθεια: η Βιρτζίνια Γουλφ ήρθε στ’ αλήθεια στην Ελλάδα για δεύτερη φορά το 1932 που εξελίσσεται η δράση του βιβλίου. Γιατί να μην πέρασε μια εβδομάδα στο ξενοδοχείο Ποσειδώνειον του Σουνίου που φιλοξενούσε άλλους εφτά εφήβους σαν κι αυτή;
Βασισμένο σε πραγματικά βιογραφικά στοιχεία κατά το πλείστον και γραμμένο με έναν τρόπο που να το κάνει να διαβάζεται και από εφήβους, μιλάω για τη Βιρτζίνια που όταν μεγαλώσει θα γράψει το καλύτερο βιβλίο της για ένα αγόρι που ήθελε τόσο πολύ να πάει σε ένα φάρο που έβλεπε απέναντι από το εξοχικό του, για τη φίλη της από την Αμερική Έμιλυ που έγραφε για το θάνατο με τον ίδιο τρόπο που έγραφε για κοκκινολαίμηδες, για δύο Ιρλανδούς που από μικροί είχαν ανακαλύψει τη ζάλη της μαύρης μπύρας και τα γεμάτα αυταπάτες μονοπάτια προς τη δόξα, για ένα φοβισμένο παιδί από την Πράγα που όποιος θα διάβαζε αυτά που θα έγραφε αργότερα δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτα, για τον Τζέρομ που αυτό που θα ήθελε να κάνει περισσότερο στη ζωή του ήταν να προσέχει παιδάκια να μην πέφτουν σε γκρεμούς δίπλα σε χωράφια σίκαλης, και για δύο εστέτ έφηβους, τον έναν από το Παρίσι και τον άλλο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι η αφήγηση του καθενός από τα παιδιά στους υπόλοιπους του καλύτερου βιβλίου που θα γράψει όταν μεγαλώσει και που μπορεί να μοιάζει με αυτό που ο αναγνώστης έφηβος νοιώθει ότι μπορεί να γράψει κι αυτός ή που έχει ήδη αρχίσει να γράφει.
Βέβαια θέλω να πιστεύω ότι Η παρέα του Σουνίου μπορεί να διαβαστεί και από το κοινό που γνωρίζει λίγο ή πολύ αυτούς τους υπέροχους οκτώ και θα ήθελε να δει τι θα έκαναν ως έφηβοι.
Θα ήθελα επίσης να διαβαστεί και από τους ειδικούς σε κάθε συγγραφέα καθώς περιλαμβάνει καλά κρυμμένες, ελπίζω, διάφορες δοκιμιακού χαρακτήρα υποθέσεις σχετικά με το έργο τους. Ιδιαίτερα σε τομείς όπως η συγγραφική επινοητικότητα σε νεαρή ηλικία, οι πνευματικές απολαβές από την ηθελημένη (αν και με πισωγυρίσματα) απομάκρυνση από τη θρησκεία, η αντίδραση στη γονική καταπίεση οποιασδήποτε μορφής, η από τα σπάργανα ακόμη αίσθηση της πνευματικής συγγένειας ή το αντίθετό της, η δια του υπόλοιπου βίου απαξιωτική απόρριψη…
Όλα αυτά που στα υπόλοιπα βιβλία μου πραγματεύομαι εμπλουτισμένα από τη ζωή και το έργο αυτών των οκτώ συγγραφέων που εκτιμώ ιδιαίτερα και στους οποίους ξαναγυρνώ κάθε φορά που νοιώθω εξαπατημένος όταν αρχίζω να διαβάζω άνοστα χοντρά βιβλία που δεν έχουν κανένα λόγο ύπαρξης.
Η δεκαεννιάχρονη Βιρτζίνια Στήβεν έρχεται με τον πατέρα της και την αδελφή της καθώς την προηγούμενη χρονιά που είχαν έρθει στην Ελλάδα για πρώτη φορά, παρέα με τον πρόωρα χαμένο στο μεταξύ αδελφό των κοριτσιών, είχαν ενθουσιαστεί και είχαν υποσχεθεί στον εαυτό τους να επιστρέφουν κάθε χρόνο.
Ο συνομήλικος της νεαρής Αγγλίδας, παριζιάνος Μαρσέλ Προυστ καταφτάνει μ’ ένα βουνό αποσκευές, την αγαπημένη του μητέρα και τη λατρευτή του γιαγιά. Το ταξίδι το είχε προγραμματίσει η δεύτερη για να τραβήξει τον εγγονό της από τις κακές, κατά τη γνώμη της, παρέες του στο Μπαλμπέκ όπου παραθέριζαν έως τότε.
Ο Τζέρομ Ντέιβιντ Σάλιντζερ καταλύει στο ίδιο ξενοδοχείο με τους φανταστικούς του γονείς και τον φανταστικό μεγάλο αδελφό του Σέιμορ στους οποίους θα αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιευμένης μέχρι το θάνατό του συγγραφικής του παραγωγής.
Με τα χρήματα που είχε κερδίσει από ένα διαγωνισμό διηγήματος και με την προκαταβολή μιας υποτροφίας, ο δεκαεφτάχρονος Τζέημς Τζόυς κάλυψε τα έξοδα του ταξιδιού για τον εαυτό του, τους γονείς και τον αδελφό του.
Ο συνομήλικος και συμπατριώτης του Τζέημς Σάμουελ Μπέκετ, ως δώρο για το τελευταίο καλοκαίρι πριν από τη φοίτηση στο κολέγιο, είχε ζητήσει από τον πατέρα του δύο εβδομάδες διακοπών στον τόπο όπου γεννήθηκε το θέατρο.
Τη δεκαοκτάχρονη Έμιλυ, κόρη του γερουσιαστή Ντίκινσον από τη Μασαχουσέτη, την τρόμαζαν τα μακρινά ταξίδια. Δέχτηκε όμως να συνοδέψει τους γονείς της, τον αδελφό και την αδελφή της σ’ εκείνο το ταξίδι στους Αγίους Τόπους, μόνο και μόνο γιατί προηγουμένως θα περνούσαν μία εβδομάδα στην Ελλάδα.
Στο μακρύ ταξίδι με το τρένο για την Αθήνα, οι δύο Ιρλανδοί Τζέημς και Σάμουελ, που από τότε που γνωρίστηκαν είχαν γίνει αχώριστοι, είχαν εντοπίσει ένα παράξενο, λιγομίλητο αγόρι. Το έλεγαν Φραντς Κάφκα και ταξίδευε με τον αυστηρό πατέρα του, τη μητέρα του και μία αδελφή του που φαινόταν ν’ αγαπάει πολύ.
Την ίδια εκείνη μέρα του Αυγούστου, στο ίδιο ξενοδοχείο, καταφτάνει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, παρέα με μια γάτα τυλιγμένη στην καμπαρντίνα του, ο σχεδόν δεκαεννιάχρονος Κωνσταντίνος Καβάφης για δύο, κατασκοπευτικούς, λόγους. Ο δεύτερος ήταν για να διερευνήσει τις πιθανότητες να αναδειχθεί, αυτός κι όχι κάποιος άλλος, σημαντικότερος ποιητής της ελληνικής γλώσσας των αρχών του 20ού αιώνα.
Μετά το πρωινό της δεύτερης μέρας τους στην Ελλάδα, οι γνωστές από πριν Βιρτζίνια και Έμιλυ καθώς και οι συνταξιδιώτες του τρένου Τζέημς και Σάμουελ πηγαίνουν για μπάνιο. Στην ακρογιαλιά γνωρίζονται ο Τζέρομ με τον Φραντς και, στη σκιά του αιθρίου του ξενοδοχείου, ο Μαρσέλ με τον Κωνσταντίνο.
Το απόγευμα τα δύο κορίτσια γνωρίζονται με τους δύο Ιρλανδούς, υπό το βλέμμα και τα σχόλια του Φραντς και του Τζέρομ, ενώ ο Μαρσέλ και ο Κωνσταντίνος συνεχίζουν τη φιλολογική, και όχι μόνο, συζήτηση που είχαν αρχίσει το πρωί.
Το πρωινό της επόμενης τρίτης ημέρας, σχηματίζονται οι δύο τετραμελείς παρέες: τα κορίτσια γνωρίζουν τους δύο φίλους της σκιάς του αιθρίου και οι Τζέημς και Σάμουελ συστήνονται στο παιδί από την Πράγα και τον ψηλόλιγνο Αμερικανό. Από τις μέχρι τότε κουβέντες τους είναι ήδη φανερό πως και τους οκτώ τους συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον: η λογοτεχνία.
Με πρωτοβουλία του δαιμόνιου Τζέημς, οι δύο παρέες γίνονται μία, ενώ ο κατά πολύ ψηλότερος συμπατριώτης του προτείνει, το επόμενο απόγευμα καθένας τους ν’ αφηγηθεί την καλύτερη ιστορία που έχει σκοπό να γράψει όταν μεγαλώσει.
Η ιδέα του Σάμουελ γίνεται δεκτή από τους επίδοξους νεαρούς συγγραφείς, αν και με πολλούς ενδοιασμούς τους οποίους μοιράζονται, το επόμενο πρωινό, με αυτούς που εμπιστεύονται περισσότερο από την παρέα. Συναντιούνται και αποφασίζουν για τη σειρά των αφηγήσεων.
Νωρίς το ίδιο απόγευμα, η Βιρτζίνια ξεκινάει πρώτη. Τους διηγείται την ιστορία ενός παιδιού που ζητούσε από τους γονείς του να τον πάνε σ’ ένα φάρο (Στον φάρο). Μετά την αφήγησή της, οι παρευρισκόμενοι σχολιάζουν αποσπάσματα και εικόνες που τους άρεσαν περισσότερο· το ίδιο θα κάνουν και με τις υπόλοιπες αφηγήσεις. Ακολουθούν ο Σάμουελ με την ιστορία δύο κακοντυμένων που περιμένουν κάποιον κύριο Γκοντό που τελικά δεν έρχεται (Περιμένοντας τον Γκοντό), η Έμιλυ που τους διαβάζει τριάντα εφτά ποιήματά της, ο λαλίστατος Τζέημς που τους διηγείται μία μέρα από τη ζωή κάποιου κυρίου Μπλουμ στο Δουβλίνο (Οδυσσέας) , ο Μαρσέλ με μια ερωτική ιστορία πάθους και ζήλιας ενός νεαρού κυρίου ονόματι Σουάν (Ένας έρωτας του Σουάν), ο Φραντς με την ιστορία ενός άνδρα που κατηγορείται, άδικα μάλλον, από τις αρχές της χώρας του και οδηγείται σε δίκη (Η Δίκη), ο Κωνσταντίνος που τους διαβάζει ποιήματά του που συνήθως μιλούν για κάτι παλιές, ξεχασμένες εποχές και τελευταίος ο Τζέρομ, με την ιστορία ενός δεκαεπτάχρονου παιδιού που το έχουν διώξει από το σχολείο και τις περιπέτειες του μυαλού του κατά τη διάρκεια της διήμερης περιπλάνησής του στη Νέα Υόρκη (Φύλακας στη σίκαλη).
Κι έτσι ξεκινούν όλα…